μονώτατος

μονώτατος
μόνος
alone
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՅՆ — (ոյ, ով, միայնից կամ միայնց.) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c ա. μόνος solus. եւս եւ Միայն անհոլով՝ ունի զզօրութիւն ամենայն հոլովից, մակբայ կարծեցեալ ʼի մեզ. Մի այն եւեթ. մէն. մեկին. միակ. մին. միական.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”